μεθόριος

μεθόριος
-α, -ο, θηλ. και -ος (ΑM μεθόριος, -ον, Α θηλ. και -ία)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, αυτός που αποτελεί το όριο, το σύνορο δύο χωρών ή επικρατειών (α. «ἡ δὲ Θυρεᾱτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς ἐστιν», Θουκ.
β. «μεθόριος γραμμή»)
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα μεθόρια
τα σύνορα μεταξύ δύο χωρών
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μεθόριος
η γραμμή που χωρίζει δύο χώρες ή δύο κράτη, τα σύνορα
αρχ.
1. μτφ. το ουδ. ως ουσ. α) καθετί που χωρίζει κάτι από κάτι άλλο
β) αστρολ. βαθμός τού ζωδιακού κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -όριος(< ὅρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεθόριος — lying between as a boundary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθόριος — α, ο εκείνος που βρίσκεται στα σύνορα, ο συνοριακός. η ίου, τα όρια δύο κρατών, τα σύνορα: Η μεθόριος χωρίζει τα δύο κράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθορίων — μεθόριος lying between as a boundary fem gen pl μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθόριον — μεθόριος lying between as a boundary masc acc sg μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθορίαις — μεθόριος lying between as a boundary fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθορίοις — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθορίου — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθορίους — μεθόριος lying between as a boundary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθορίῳ — μεθόριος lying between as a boundary masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθόρια — μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”